- πυρασφαλιστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυρασφάλεια («πυρασφαλιστική εταιρεία» — εταιρεία που ασχολείται με τις ασφάλειες στις περιπτώσεις ατυχημάτων που προξενούνται από πυρκαγιά).[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + ασφαλιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.